μορφήεις

μορφήεις
μορφήεις και δωρ. τ. μορφάεις, -εσσα, εν (Α)
1. αυτός που έχει μορφή, σχήμα
2. πλασμένος καλά, σχηματισμένος με τέλειο τρόπο, όμορφος, καλοσχηματισμένος («ἰδεῑν μορφάεις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. οπλ-ήεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μορφήεις — formed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφήεντα — μορφήεις formed neut nom/voc/acc pl μορφήεις formed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • μορφάεις — μορφάω pres ind act 2nd sg (epic) μορφάζω gesticulate fut ind act 2nd sg (epic) μορφά̱εις , μορφήεις formed masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφάεσ' — μορφά̱εσαι , μορφήεις formed fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”