- μορφήεις
- μορφήεις και δωρ. τ. μορφάεις, -εσσα, εν (Α)1. αυτός που έχει μορφή, σχήμα2. πλασμένος καλά, σχηματισμένος με τέλειο τρόπο, όμορφος, καλοσχηματισμένος («ἰδεῑν μορφάεις», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. οπλ-ήεις)].
Dictionary of Greek. 2013.